ανταρεύω

ανταρεύω
[αντάρα]
1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση
2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω
3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση
4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανταριάζω — (και ανταρεύω), ιασα, ιάστηκα, ιασμένος, σκοτεινιάζω, αναστατώνω: Ήταν πολύ ανταριασμένος από τα λόγια που του είπε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”